Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αυτή τού πήρε το

  • 1 μυαλό

    τό
    1) мозг;

    μυαλά τηγανητά — кул. жареные мозги;

    2) ум, разум, рассудок;

    φωτεινό μυαλό — светлая голова;

    γερό ( — или τετραγωνικό) μυαλό — ясный ум;

    περιορισμένο μυαλό — ограниченный ум;

    του ήρθε στο μυαλό — ему пришло на ум;

    § βάζω το μυαλό μου να δουλέψει — шевелить мозгами;

    βάζω μυαλό σε κάποιον — учить уму-разуму;

    φουσκώνω τα μυαλά κάποιου — а) внушать, вбивать кому-л. в голову; — б) заставлять кого-л. терять чувство реального;

    δεν έπήξε ακόμα το μυαλό του — он ещё умственно не созрел; — у него незрелый ум;

    τίναξε τα μυαλά του στον αέρα — или κάπνισε τα μυαλά του — он пустил себе пулю в лоб;

    πήραν τα μυαλά του αέρα — он зазнался; — у него закружилась голова от успехов;

    αυτή τού πήρε το μυαλό — она ему вскружила голову, она его свела с ума;

    δεν το βγάζω απ' το μυαλό μου — не могу выкинуть из головы;

    βάλ' το καλά στο μυαλό σου — заруби себе на носу;

    πού το είχες το μυαλό σου; — а где у тебя голова была?;

    βάζω μυαλό — браться за ум;

    έχει θηλυκό μυαλό — или τό μυαλό του γεννάει — у него голова хорошо варит;

    άλλο 'έχει στο μυαλό του — у него другое на уме;

    όσα μυαλά τόσες γνώμες — погов, сколько голов, столько умов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μυαλό

  • 2 αέρας

    ο
    1) воздух; атмосфера;

    καθαρός αέραέρας — чистый, свежий воздух;

    ρευστός αέρας физ. — жидкий воздух;

    πεπιεσμένος αέρας — сжатый воздух;

    ο αέρας γέμισε καπνό — воздух загрязнён дымом;

    2) ветер;

    ευνοϊκός αέρας — попутный ветер;

    ενάντιος ( — или αντίθετος) αέρας — встречный ветер;

    3) климат;

    ο αέρας τού νησιού δεν τον ωφελεί — климат острова для него вреден;

    4) осанка; манера держаться;

    αύτη έχει αέρα αρχοντιάς — у неё аристократическая манера держаться;

    5) малость; чуть-чуть;

    τό φόρεμα θέλει έναν αέρα μακρύτερο — платье надо чуть-чуть удлинить;

    6) тех (небольшой) зазор;
    7) уверенность, смелость в обращении;

    του λείπει ο αέραςу него нет уверенности (в манере держаться);

    8) проворство, сноровка, ловкость;

    πήρε τον αέρα της δουλείας — он освоился с работой;

    9) развязность, наглость;

    μπήκε στο γραφείο με αέρα — он бесцеремонно вошёл в кабинет;

    10) вознаграждение маклера или посредника;
    11) отступное;

    πήρε εκατό χιλιάδες αέρα — ему дали сто тысяч отступного;

    12) право на надстройку здания; верх здания (годный для надстройки);

    αγόρασα τον αέρα — я купил право на надстройку здания;

    13) вид (из окна);

    τό νέο κτίριο μας έκοψε τον αέρα — новое здание закрыло нам вид из окна;

    § λόγια τού αέρα — пустые слова;

    αέρας φρέσκος ( — или каβουρδιστός) — пустые слова, пустые обещания;

    έχω πολύν αέρα — воображать о себе;

    παίρνω πολύν αέρα — наглеть; — становиться нахальным;

    αέρα κοπανάω ( — или κοπανίζω) — а) заниматься бесполезным делом, толочь воду в ступе; — б) говорить на ветер, впустую;

    πήρε ο νούς του αέρας — или πήραν τα μυαλά του αέρα — он возомнил о себе; — он зазнался;

    τού'κοψα τον αέρα — я с него сбил спесь;

    αυτός πηγαίνει πάντα κατά πού φυσάει ο αέρας прям., перен. — он всегда плывёт по течению;

    στον αέρα — на ветер, напрасно, впустую;

    αέρα! — а) воен, ура! (при атаке); — б) долой!, вон!, убирайся!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αέρας

  • 3 αυτοί

    οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν даже друзья покинули его;

    αυτοί ούτος ο κατηγορούμενος ομολογεί, ότι είναι ένοχος — даже сам обвиняемый признаёт себя виновным;

    8) вот этот, вот эта, вот это;

    αυτοίό το καρπούζι θ' αγοράσω — вот этот арбуз я куплю;

    9) таков, такова, таково;

    αυτοίή είναι η αλήθεια — такова правда;

    αυτοίά είναι τα νέα — таковы новости;

    10):

    αυτοί καθ' εαυτός, (αύτη καθ' εαυτή, αυτό καθ' εαυτό) — сам (сама, само) по себе;

    αυτοίή καθ' εαυτή η πρόταση είναι καλή — само по себе это предложение хорошее;

    11) книжн, (мест, притяж. 3 л.) его, её, их;
    τό τέκνον αύτοϋ его дитя; § κατ' αύτάς на днях (о прошлом и о будущем); γι' αυτό или δι' αυτό поэтому, потому; ради этого; παρ' όλα αυτά при всём этом; несмотря на всё это;

    τό αυτοίό — делайте, повторяйте то же самое (гимнастическая команда);

    αυτά κι' αυτά σε κύμανε να χάσεις τη θέση σου как раз из-за этих твоих слов (поступков) ты и потерял работу;
    μ' αυτά και μ'αΰτά πήρε ο νοδς σου αέρα вот это и вскружило тебе голову; απ' αυτά σου κι' απ? αυτά σου εμακρύνανε τ' αφτιά σου посл. где растяпа да тетеря, там не прибыль, а потеря

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αυτοί

  • 4 μάκρος

    (-ους,-ου) τό
    1) длина;

    στο μάκρος — или του μάκρου(ς) — в длину;

    πέντε μέτρα μάκρος — пять метров в длину;

    2) см. μάκρεμα 1;
    3) длительность, продолжительность;

    τραβάει ( — или πάει) σε μάκρος — долго длиться, затягиваться;

    αυτή η δουλειά πήρε μάκρος — эта работа затянулась;

    4) πλ. огромное пространство, простор;

    της θάλασσας τα μάκρη — морской простор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάκρος

См. также в других словарях:

  • Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσου, θέατρο του- — Αρχαίο θέατρο της Αθήνας, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης. Το θέατρο αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1838. Σήμερα διασώζονται τα κύρια αρχιτεκτονικά του στοιχεία, όπως η ορχήστρα, το κοίλο και η σκηνή. Οι πληροφορίες σχετικά …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… …   Dictionary of Greek

  • Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Έσεξ, Ρόμπερτ Ντέβερο, κόμης του- — (Robert Devereux Essex, 1566 – 1601). Άγγλος στρατηγός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι και εμφανίστηκε στην αγγλική αυλή το 1584, όπου διακρίθηκε για την ομορφιά του και το πνεύμα του. Με την εύνοια της βασίλισσας Ελισάβετ κατετάγη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»